ἄστροφος

ἄστροφος
ἄστροφος
without turning round
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άστροφος — η, ο (Α ἄστροφος, ον) αυτός που δεν έχει στροφή ή στροφές, ο ίσιος νεοελλ. αυτός που δεν έχει στριφτεί αρχ. 1. αυτός που δεν στριφογυρίζει, ο σταθερός, ο ακίνητος 2. εκείνος που δεν στρέφει το κεφάλι του προς τα πίσω, που δεν γυρίζει να κοιτάξει… …   Dictionary of Greek

  • ἄστροφον — ἄστροφος without turning round masc/fem acc sg ἄστροφος without turning round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρόφοις — ἄστροφος without turning round masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρόφοισιν — ἄστροφος without turning round masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστροφα — ἄστροφος without turning round neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • астрофичность стиха — АСТРОФИ´ЧНОСТЬ СТИХА´ (от греч. ἄστροφος бесстрофный) свободное расположение в поэме, написанной метрическим стихом (или в длинном метрическом стихотворении), рифмованных строк, без соблюдения строфического единства в стихах. Астрофичны, например …   Поэтический словарь

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”